- ωτορρινολαρυγγολογία
- η, Νιατρ. κλάδος τής ιατρικής που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη και τη θεραπεία τών παθήσεων τών αφτιών, τής μύτης και τού λάρυγγα.[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + ῥις, ῥινός «μύτη» + λάρυγξ, -γγος + -λογία*. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. otorhinolaryngologie].
Dictionary of Greek. 2013.